καλοζωισμένος

καλοζωισμένος
η , ο
1) проживший свою жизнь хорошо, обеспеченно; 2) обеспеченный, зажиточный; 3) хорошо сохранившийся, цветущий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλοζωισμένος" в других словарях:

  • καλοζωισμένος — η, ο αυτός που περνάει καλή ζωή, καλοπερασμένος: Φαίνεται νεότερος απ όσο είναι, γιατί ναι καλοζωισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοζωισμένος — και καλοζώητος, η, ο αυτός που περνά καλή και άνετη ζωή, αυτός που ζει ή έζησε με ευμάρεια, καλοπερασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (< επίρρ. καλά) + ζωισμένος (< ζωίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ευζώητος — εὐζώητος, ον (Μ) καλοζωισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωητός (< ζωή)] …   Dictionary of Greek

  • ευτράφητος — εὐτράφητος, ον [ευτραφώ] αυτός που αγαπά την τροφή, που ζει με τρυφή, ο καλοζωισμένος …   Dictionary of Greek

  • καλοζώητος — η, ο καλοζωισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»